Κατάργηση 101 κενών οργανικών θέσεων του κλάδου αρχειονόμων των Γενικών Αρχείων του Κράτους

Υπόμνημα διαμαρτυρίας σχετικά με την κατάργηση 101 κενών οργανικών θέσεων του κλάδου αρχειονόμων των Γενικών Αρχείων του Κράτους

Απρίλιος 2012


Κείμενο υπομνήματος


 

Η Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία διαπιστώνει με μεγάλη ανησυχία την αποδυνάμωση και συρρίκνωση του επιστημονικού δυναμικού των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Είναι το δεύτερο πλήγμα που δέχεται η αρχειακή κοινότητα, μετά την κατάργηση του Εθνικού Οπτικοαουστικού Αρχείου στο τέλος 2011, ως συνέπεια της εφαρμογής της νομοθεσίας του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012−2015.

Με διαπιστωτική πράξη (αριθμός 132047α/στ5/17-11-2011(«Διαπίστωση αυτοδίκαιης κατάργησης κενών οργανικών θέσεων πολιτικού προσωπικού με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου του Υ.Π.Δ.Β.Μ.Θ κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 33 του Ν. 4024/2011» (ΦΕΚ 614/τ. Β’/05-03-2012) καταργούνται 101 κενές οργανικές θέσεις του κλάδου των αρχειονόμων των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Από τις προβλεπόμενες 173 θέσεις του κλάδου, στο διάστημα εφαρμογής του Ν. 1946/1991, είχαν καλυφθεί σε διάστημα μιας εικοσαετίας οι 71, πιστοποιώντας τη συστηματική αδιαφορία για τη στελέχωση μιας υπηρεσίας εθνικής εμβέλειας.

Από τους δεκατέσσερις συνολικά κλάδους που προβλέπονται για τη στελέχωση των Υπηρεσιών των ΓΑΚ, καταργούνται μόνον οι κενές θέσεις των αρχειονόμων ενώ, για παράδειγμα, διατηρούνται 48 θέσεις δακτυλογράφων, μιας ειδικότητας την οποία καταργεί ο Ν. 4024/2011 αφού δεν υφίσταται λόγω της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών

Αποτελεί όνειδος η μη υπαγωγή της υπηρεσίας των ΓΑΚ σε καθεστώς εξαίρεσης από την εφαρμογή του ν. 4024/2011 (Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο−βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012−2015) χωρίς να εκτιμηθεί η ιστορία, η προσφορά και η ιδιαιτερότητα ενός φορέα που λειτουργεί από το 1914. Δεν ελήφθησαν υπόψη τα επανειλημμένα διαβήματα των θεσμικών φορέων (Εφορεία των Γενικών Αρχείων του Κράτους, Σωματείο Εργαζομένων), οι οποίοι κινήθηκαν άμεσα και έγκαιρα τόσο προς το Υπουργείο Παιδείας όσο και προς τη Βουλή των Ελλήνων.

Είναι κωμικοτραγικό το γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας, εφαρμόζοντας με λογιστικό τρόπο και ισοπεδωτική λογική τις διατάξεις του νόμου, θεώρησε ότι το ποσοστό του 59,53 % των κενών θέσεων απείχε «πολύ» από το 60% που απαιτούσε ο νόμος για τη διάσωσή τους γνωρίζοντας μάλιστα ότι μέχρι το τέλος του χρόνου το ποσοστό των κενών θέσεων θα άγγιζε το 61,30% λόγω της προβλεπόμενης συνταξιοδότησης τριών ακόμη αρχειονόμων. Καταργείται, με αυτόν τον τρόπο, κάθε δυνατότητα πλήρωσης αυτών των θέσεων, έστω και στο απώτερο μέλλον, με προσωπικό που θα προέρχεται από τη σημαντικότερη ειδικότητα για τη λειτουργία ενός Αρχείου.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι η κατάργηση των οργανικών θέσεων επιφέρει καίριο πλήγμα στη λειτουργία του ήδη υποστελεχωμένου αρχειακού ιστού (Κεντρική Υπηρεσία με τις 64 περιφερειακές Υπηρεσίες) με άμεση συνέπεια όχι μόνο την υπολειτουργία αλλά και το κλείσιμο Περιφερειακών Υπηρεσιών των ΓΑΚ. Υπηρεσιών οι οποίες, όπως σε όλους είναι γνωστό, αγωνίζονται για δεκαετίες, με τη συνδρομή αποσπασμένων εκπαιδευτικών, και αποτελούν την ασφαλή βάση συγκέντρωσης των ανενεργών αρχείων του δημόσιου τομέα αλλά παράλληλα κέντρα πολιτισμού και ευαισθητοποίησης των τοπικών κοινωνιών με την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, εκθέσεων και ποικίλων πολιτιστικών παρεμβάσεων.

Με τη λογιστική -και απολύτως μη λογική- εφαρμογή του νόμου, κλείνουν άμεσα τα Αρχεία των Νομών Κιλκίς, Σερρών, Φωκίδας και Χαλκιδικής και τα Τοπικά Αρχεία Αγιάς, Λέρου, Λεωνιδίου, Νάξου, Παξών, Παραμυθιάς, Πόρου και Σπετσών (συνολικά 12) ενώ τα Αρχεία των Νομών Άρτας, Ηρακλείου, Κορινθίας, Λευκάδας, Πέλλας και Χίου καλούνται να λειτουργήσουν(;) με ΕΝΑΝ διοικητικό υπάλληλο (όχι αρχειονόμο).

Είναι απαράδεκτο να υποβαθμίζεται και να απαξιώνεται το επιστημονικό κύρος του εθνικού αρχειακού φορέα την εποχή που αφενός η ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία αποτελεί βασική λειτουργία της Δημοκρατίας και ουσιαστικό δικαίωμα του πολίτη και αφετέρου καλείται, από την ίδια την Πολιτεία, να εκπληρώσει επιπλέον ρόλους.

Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τις δηλώσεις της Υπουργού Παιδείας, μόλις ένα χρόνο πριν, στη Συνδιάσκεψη για τη διαμόρφωση Εθνικής Πολιτικής για τα Αρχεία και τις Βιβλιοθήκες (27-28 Ιανουαρίου 2011):

«Η Υπουργός έχει θέσει τρεις κεντρικούς άξονες πολιτικής που αφορούν:

Στο Εθνικό Δίκτυο: Δημιουργία εθνικής υποδομής Βιβλιοθηκών και Αρχείων με ενιαίο δίκτυο κάλυψης όλης της χώρας, μετά και τη δημιουργία καλλικράτειων δήμων. Θα είναι το κεντρικό πλέγμα της κοινωνίας της πληροφορίας με κόμβους ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενώ θα εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητά του, δηλαδή η ενοποιημένη δράση Βιβλιοθηκών-Αρχείων-Μουσείων. Εκπόνηση Λευκής Βίβλου που θα περιγράφει τις παρεχόμενες προς τους πολίτες υπηρεσίες, ιδιαίτερα μετά τη διαδικασία της ψηφιοποίησης.

Στην Αναπτυξιακή Διάσταση: Διαμόρφωση του χαρακτήρα των Βιβλιοθηκών-Αρχείων σε αναπτυξιακό εργαλείο, οργανικά ενταγμένο στην παραγωγική βάση, και με ιδιαίτερη έμφαση στη διάσταση του πολιτισμικού και επιστημονικού τουρισμού.

Στην Υπερεθνική Πολιτισμική Δράση: Πρωτοβουλίες κοινής πολιτισμικής δράσης με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και όμορες χώρες σχετικά με τη διαμόρφωση δικτύων βιβλιοθηκών-αρχείων και προβολής κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς.»

Αυτό θεωρούμε ότι είναι το ζητούμενο και όχι η περαιτέρω υποβάθμιση.